- κατούλωσις
- κατούλωσις, -ώσεως, ἡ (Α) [κατουλώ]ο σχηματισμός ουλής σε μια πληγή, η τέλεια επούλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατούλωσις — cicatrization fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατούλωσιν — κατούλωσις cicatrization fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουλώσεως — κατουλώσεω̆ς , κατούλωσις cicatrization fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)